γενεθλιαλογίᾳ

γενεθλιαλογίᾳ
γενεθλιαλογίᾱͅ , γενεθλιαλογία
casting of nativities
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γενεθλιαλογία — γενεθλιαλογίᾱ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem nom/voc/acc dual γενεθλιαλογίᾱ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογία — γενεθλιαλογία, η (Μ) η πρόβλεψη τής ευτυχίας ή τής δυστυχίας κάποιου ανάλογα με τη θέση τών άστρων τη μέρα που γεννήθηκε …   Dictionary of Greek

  • γενεθλιαλογίας — γενεθλιαλογίᾱς , γενεθλιαλογία casting of nativities fem acc pl γενεθλιαλογίᾱς , γενεθλιαλογία casting of nativities fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογίαι — γενεθλιαλογίᾱͅ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογίαν — γενεθλιαλογίᾱν , γενεθλιαλογία casting of nativities fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογίαις — γενεθλιαλογία casting of nativities fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικός — γενεθλιαλογικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γενεθλιαλογία 2. το θηλ. ως ουσ. η γενεθλιαλογική η γενεθλιαλογία …   Dictionary of Greek

  • ХАЛДЕИ —    • Chaldaei,          Χαλδαι̃οι, собственно были жители Вавилонской страны между Евфратом и Тигром, по всей вероятности вышедшие из горных стран Армении. Хеn. Суr. 3, 1, 24. Strab. 12. р. 549. От них названа была X. каста жрецов в Вавилоне.… …   Реальный словарь классических древностей

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • γενεθλιαλόγος — γενεθλιαλόγος, ο (AM) αυτός που ασκεί γενεθλιαλογία, ο αστρολόγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”